Σκύβοντας πάνω ἀπ᾿ τῆς ψυχῆς μου τὴ συσκότιση

στίχους ἰσχνοὺς θὰ ἐπιδείξω
ἀποκλεισμένους ἀπὸ ἀπρόσμενη κακοκαιρία
ποῦ πλήγωσε θανάσιμα
κάποιο δειλό μου λυκαυγές.

Πολλὰ θὰ λὲν οἱ στίχοι αὐτοί,θὰ δεῖτε, θὰ διαβάσετε.
Ὁ τελευταῖος μόνο στίχος τίποτε δὲν θὰ λέει.
Κοιτώντας θλιβερὰ τοὺς προηγούμενους θὰ κλαίει.

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

Πνιγμός

 Βυθίζεσαι σε τεχνητά νερά. Το κορμί σου δεν υπάρχει. Φόρεμα λευκό, μαύρα μαλλιά, μαβιά νύχια. Μόνο αυτά. Ελευθερώνεσαι…
Γέρνεις το πρόσωπο σου στο πλάι και αυτοβυθίζεσαι .Τα πόδια σου λυγίζουν εμβρύου στάσεις. Κύκλοι βγαλμένοι από το στόμα σου, τελευταίες ανάσες .Τα μαλλιά σου υγρά ανεμίζουν και σχηματίζουν σύννεφα. Αγκαλιάζεις το σώμα σου, τελευταίο δείγμα αυτολύπησης, ενώ λευκά κεριά -τριαντάφυλλα επιπλέουν. Και συ φουσκώνεις μπαλόνια κόκκινα. Τόσο σε νοιάζουν οι τελευταίες σου ανάσες…
Ανεμίζεις  τα βλέφαρα και κοιτάς με βλέμμα άδειο. Χαράζεις με τα νύχια σου πληγές, γαντζώνεσαι από το πουθενά. Στάλες κόκκινες τρέχουν στους τοίχους, ξεβάφουν το γαλάζιο. Το χέρι αιωρείται και συ στροβιλίζεσαι, κοιτώντας τον ουρανό. Γονατίζεις και κλαις και τα χέρια σφαλίζουν το πρόσωπο σου, να μη κοιτάς ούτε μπρος, ούτε πίσω…
Ακουμπάς σε τοίχους κι απελπίζεσαι. Σφίγγεις τα δάχτυλα των ποδιών σου και τα χορτάρια σε γαργαλούν ευχάριστα. Με το κεφάλι ψηλά νιώθεις τα αιώνια δέντρα  να απλώνουν τα χέρια τους  και γονατίζεις… και καταρρέεις, γιατί λευκό κελί είναι η ζωή σου και οι άλλοι κόκκινα κεριά που τρεμοσβήνουν και χάνονται… Και συ σκυμμένη ανάμεσα σε μπαλόνια κόκκινα σαν έμβρυο τυλιγμένη με τα δυο σου χέρια, προσπαθείς να σε κρατήσεις ζωντανή.
Σηκώνεσαι… ανάβεις ένα ακόμη κόκκινο κερί και ηδονίζεσαι από την φλόγα του. Κι αυτή αργοπεθαίνει. Τα νύχια σου μπηγμένα πια σε βράχους, τα πόδια σου βαδίζουν νωχελικά χωμάτινα μονοπάτια. Ξυπόλητη είσαι, όπως γεννήθηκες  και επιστρέφεις στο λευκό κελί σου.  Και βάφεις πάλι τους τοίχους κόκκινους.  Εκσφενδονίζεις ποτάμια. Ματώνεις. Παραπατάς. Σκουπίζεις το κραγιόν σου. Ορθώνεσαι και ουρλιάζεις: «Πεθαίνω…»
Και  ταλαντώνεσαι με φόντο το γαλάζιο. Τελευταία πράξη: Κοιτάζεσαι στον καθρέφτη. Τα χείλη σου βάφεις  και ζωγραφίζεις αυλάκια που τρέχουν στο λαιμό σου. Και πάλι για τελευταία φορά στα δέντρα ψιθυρίζεις πόσο τα αγαπάς . Έπειτα σβήνεις τα κόκκινα κεριά και στροβιλίζεσαι με το λευκό σου φόρεμα. Ουρλιάζεις και ορθώνεσαι! Ξυπνάς απ’ τον υγρό σου θάνατο!
Μα μέσα σου ουρλιάζεις: «Πεθαίνω!»
Μια χαμένη ψυχή είσαι πια… Σταμάτα να ουρλιάζεις!
Μips

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Απομόνωση



Τρεις το πρωί, ησυχία. Πίσω από τους τοίχους του δωματίου τούτου, της απομόνωσής μου, οι δρόμοι είναι μόνο εκείνοι, που μιλούν. Μου γνέφουν όνειρα, μου πλάθουν είδωλα, μου σαλεύουν το νου. Τους μισώ, τους πατώ. Μπήγω στη σάρκα τους τα ιδρωμένα μου ύπατα και ηδονίζομαι. Γελώ από ευτυχία, που δεν κατάφεραν να με παρασύρουν σ' αβέβαια ταξίδια...

Τώρα κλαίω. Τώρα είμαι ξαπλωμένη στην πολυθρόνα, στο μοναδικό αντικείμενο της άστατης ζωής μου. Καπνίζω τον άνεμο, πίνω τη βροχή, βρέχω το πάτωμα, ραγίζω τα χάρτινα παραπετάσματα του νου, του παραθύρου μου. Ιδρώνω και κλείνω τον ιδρώτα μου βαθιά μέσα στις χούφτες για να ελευθερωθεί κι έπειτα φεύγει και γίνεται πνοή η ανάσα μου.

Κοιτώ τον τοίχο. Προσπαθώ να μαντέψω τη σκέψη του. Αν και είναι χλωμός, είναι χαρούμενος. Του κερνάω τσιγάρο. Το 'χει κόψει, του προσφέρω ποτό είναι ήδη ζαλισμένος, του λέω καληνύχτα, δεν απαντά, κοιμάται από χθες.

Ένα πουλί διασχίζει το δωμάτιο. Θέλει να πετάξει. Πετά. Φτάνει μέχρι το ταβάνι και προσπαθεί να το φάει με το ράμφος του. Έχει ανοίξει ήδη μια μικρή τρυπούλα! Κουράγιο φίλε, σε δέκα χρόνια θα 'σαι έξω. Θα δεις τον ουρανό κι έπειτα θα πεθάνεις, γιατί δε θα μπορείς να αντέξεις το φέγγος του ήλιου, μια και δεν το γνώρισες ποτέ. Όνειρα, όνειρα... Ονειρεύομαι όνειρα όμως δε θέλω, δε θέλω να ζω με ψευδαισθήσεις.


Κοιτώ τα χέρια μου. Δεν είναι ίδια! Το δεξί είναι της μάνας μου. Τ' άλλο κάποιου ανθρώπου που λέγεται πατέρας ή κάπως έτσι. Ψάχνω μες το σκοτάδι τα δικά μου. Πανικοβάλλομαι. Τρέχω μέσα σε τούτο το κλουβί τρέχει και το πουλί μαζί μ' εμένα. Μ' ενοχλεί, μ' ενοχλεί, μ' εμποδίζει, το πατώ, πεθαίνει...

Ο Αγώνας συνεχίζεται. Η αναζήτηση φτάνει στην κορύφωσή της... Το μόνο που ζητώ είναι ένα χέρι γεννημένο από τη μάνα μου, που να μοιάζει και ν' ανήκει σ' εμένα. Αύριο. Αύριο θα συγυρίσω τούτο το αχούρι. Αύριο που θα 'χω βάλει τα δικά μου χέρια.

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011

Στην Προκρούστεια κλίνη (Εσωτερικός διάλογος)



Σκάβω της ψυχής μου τη συσκότιση…
Αίμα, πάγος και δάκρυα με κατοικούν.

Και μια κραυγή που ψάχνει στα τυφλά,
με σκουριασμένα χέρια, να βρει την έξοδο της.

Και μια ανάσα ασθενική που αργοπεθαίνει,
σαν εμβατήριο που παίζουνε ρακένδυτοι βιολάρηδες.

Και ένας βρόχος συρμάτινος, λεπτός,
φτιαγμένος από βρωμερό ψέμα και αχαριστία.

Κι ένας πόνος που ξεσκίζει τα σωθικά,
για όσα δε μπόρεσε η ζωή να μου διδάξει.

Κι ένα βλέμμα - καρφί που σαπίζει τις σάρκες,
μάρτυρας της μέγιστης ηλιθιότητας μου.   

Το αδιέξοδο βαθύ, ρουφάει κάθε ψήγμα ελπίδας…

Κι ο λόγος μου  παραλήρημα που κλαίει:
«Ακρωτηριάζω τις ουλές πάνω στο νεκρό μου σώμα,
με δημιουργίες που ζητούν φευγιό στης ποίησης τη γέννα.
Στις χαραυγές ξεχνιέμαι, αναζητώντας φως σε μήτρες έναστρες.
Και ως το πυρωμένο σούρουπο αναμένω αέρινες σιωπές
να δώσουν το μετά θάνατον φιλί της ζωής.
Έστω ένα φιλί μοναδικό, έγχυμα αέναης αγάπης
να ξεριζώσει τις πληγές  που αφήνουν κατακάθια.

Και παραδίνομαι! Μαραίνομαι! Μου παίρνω τη μιλιά!
Και αυτομολώ! Βυθίζομαι! Μου παίρνω τη σιωπή!
Και παραπαίω σαν σχοινοβάτης που δαμάζει νέα ύψη.
Και χάνομαι… μες της ψυχής μου τη συσκότιση.
Και χαρίζομαι σε θάλασσες μαβιές που ευωδιάζουν πίκρα.
Και ονειροκρίνομαι δυο φορές την εβδομάδα
για λάθη παρελθοντικά και μέλλοντα.
Και πάλι ξεγελιέμαι πως θα’ ρθουν μέρες διάφανες.
(Μα έρχεται κατακάθεται της νοσταλγίας η σκόνη,
γι’ αγάπες που δε ζώθηκαν με μύρα σαρκωμένα.)
Και με περιγελώ που ακόμα γεύομαι πράσινες αυταπάτες
για ελευθερία ή θάνατο, ενώ μου έχω τάξει
πως στης ζωής την άβυσσο δεν έχει διεξόδους.
Μόνο θηλιές και πλέγματα να με κρατούν αιώνια.
Εμέ, Προκρούστεια γυνή, θύμα του εαυτού μου.»
 Δημιουργός : MIPS 

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2011

Πρώτη συνάντηση


ΧΡΟΝΟΣ:
Νύχτα ποτισμένη
με μεθυστικά αρώματα.
Δυόσμος και βασιλικός.
Μαζί κι αλμύρα..

ΤΟΠΟΣ:
Στο δάσος με τις κυδωνιές….
Στυφό στη γεύση παρελθόν,
μα σα μαγειρευτεί σωστά,
γλυκό το μέλλον.

ΛΕΞΕΙΣ:
Άπνοια.
Λαχτάρα.
Χαρά.
Φόβος.
Βλέμμα.
Άγγιγμα…
Άπνοια!

ΜΕΣΟ:
Παράλληλοι δρόμοι
που τέμνονται αφύσικα
πλέκουν
κουβάρια-λαβύρινθους
συναισθημάτων

ΠΡΑΞΗ:
Τεχνητή αναπνοή ανάνηψης
Μισάνοιχτα χείλη
δίνουν-παίρνουν.
Βλέμμα-Καρφί
Νύχια-Λύσσα
Χέρια-Κόμποι
Πόδια-Αιχμάλωτοι
Ειρήνη-Πόλεμος
Πόλεμος-Ειρήνη
Ζωή-Θάνατος
Ανάσες…
Νεκρανάστημα…

ΤΕΛΟΣ:
Καλημέρα άγνωστε… γνώριμε εαυτέ μου!
 Δημιουργός : Mips


Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

Η πορεία μιας θνησιγενούς απορίας: ΖΩΗ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ;



Στη γη των Μακάρων – ΜΕΡΟΣ Ι

Ψυχές βυθισμένες σε κενά απόγνωσης
άφησαν το « σήμα» και ντύθηκαν τη γη.
Κατεβαίνοντας του Άδη μονοπάτια,
σκίρτησαν από φρενιασμένα στόματα.
Αναζητώντας κρουνούς ελπίδας,
ούρλιαξαν για χέρια ζωντανού.
Μάταια…

Καταβροχθίστηκαν σε αραχνιασμένες τρώγλες.
Ζητιάνους βρήκαν μανιασμένους
που ούρλιαζαν για μια στάλα αίμα.
Ξεσκισμένα βλέμματα, οδύνες χάριζαν
κι έταζαν μια λέξη αθανασίας
στους κόσμους της σιωπής.
Μάταια…

Τοίχους συνάντησαν σπηλαίων άβατων
Στάθηκαν και παρατηρούσαν
τα Είδωλα του Πάνω Κόσμου.
Θλιβερά απεικάσματα των « όντως όντων»
που ξεγελούσαν ακόμα και τους αθανάτους.
Τα άγγιζαν, τα μύριζαν, τα έγλειφαν
Μάταια…

Φωτιές σιγόβραζαν μα δεν τις έβλεπαν.
Τυφλοί, αυτήκοοι μάρτυρες σε κώμα
Χορτασμένοι από μιάσματα και φρεναπάτες
αρνούνταν να βγουν από το Σκότος.
Είναι γλυκό το Έρεβος που κρύβει τα ανείπωτα
Τα άρρητα τα πάθη
Μάταια…

Καραγκιοζοπαίχτες, βαστώντας τις φιγούρες τους
σκορπούσαν έωλα μηνύματα ολούθε.
Μα ποιος άκουγε; Ποιος έβλεπε; Ποιος ένιωθε;
Όλοι σκυμμένοι, απόκοσμοι…
Τρελοί απεγνωσμένοι, αυτόβουλα ικέτες
για μια φυγή που συνεχώς αρνούνταν
Μάταια…

Νεκροζώντανοι που πάλευαν
να γίνουν άνθρωποι ξανά,
πετώντας από πάνω τους τα αραχνιασμένα σάβανα
Να βρουν μια χαραμάδα ελπίδας
από το βουβό οικειοθελή τους θάνατο.
Καρφιά και αλυσίδες τους βαστούσαν
Μάταια…

Μιαν ώρα…
Κατακλείστηκε η Γη των Μακάρων
από αχτίδες φωτός
Έρεβος και Ήλιος
αιώνιοι αντίπαλοι μάχονταν σώμα με σώμα.
Πάλευαν ανάμεσα σε Ζωή και Θάνατο.
Οι φωτεινές ριπές πυρπολούσαν το σκοτάδι
κι αυτό ρουφούσε αχόρταγα τα βέλη
Μα όχι μάταια…

Τέλος ο πόλεμος δεν έχει,
Μα έχει ελπίδα λύτρωσης

Από την πάλη αυτή
η πρώτη διδάξασα των Ζωντανών Ηλιόφωτων
η πρώτη ηττημένη
το πρώτο λάφυρο των νικητών
φαντάζει η ματαιότης.

 Δημιουργός :ΜIPS