Σκύβοντας πάνω ἀπ᾿ τῆς ψυχῆς μου τὴ συσκότιση

στίχους ἰσχνοὺς θὰ ἐπιδείξω
ἀποκλεισμένους ἀπὸ ἀπρόσμενη κακοκαιρία
ποῦ πλήγωσε θανάσιμα
κάποιο δειλό μου λυκαυγές.

Πολλὰ θὰ λὲν οἱ στίχοι αὐτοί,θὰ δεῖτε, θὰ διαβάσετε.
Ὁ τελευταῖος μόνο στίχος τίποτε δὲν θὰ λέει.
Κοιτώντας θλιβερὰ τοὺς προηγούμενους θὰ κλαίει.

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

Στη χώρα των θαυμάτων



Στη χώρα των θαυμάτων
πριγκίπισσες κρυστάλλινες
παραπατούν αμέτοχες
γυρεύοντας μια λήθη .
Με ροζ παπούτσια αόρατα
στην άβυσσο τσαλαβουτούν
κορώνα δε φοράνε
ούτε και με χρυσόσκονη
πασπαλισμένες είναι.

Κατάλαβαν ότι στη χώρα τους
Θαύματα ποτέ δε γίνονται
πως ζουν στη φαντασία.

Μια νύχτα αργή, ασθενική
Δεν άντεξαν στην ύπνωση.
Άνοιξαν την πύλη του φευγιού
Και χάθηκαν στο δάσος.
Συνάντησαν νάνους ερωτύλους
Φρίκης ξεβράσματα ανίερα…
Τους άγγιξαν με τα ψυχρά τους δάχτυλα
Κι ευθύς εξαφανίστηκαν
Γεμίζοντας δισάκια με διαμαρτυρίες

Έπειτα είδαν στεριανούς ψαράδες
Που ονειρεύονταν μια θάλασσα αγωνίας
Τους χάρισαν δυο δάκρυα που θέριεψαν
Και πότισαν μες τις ψυχές
Τον  στεναγμό του πόθου
Ελευθερία ζήτησαν στη γη
Σ’ ένα φτηνό ξεκοιλιασμένο στρώμα
μου πήρες σώμα, αίμα, δέρμα…
θνητέ μου έρωτα … …
χαρίσματα σου!

Μου άφησες τουλάχιστον στο χέρι την ψυχή..
-mips- 

Φτηνή ενδοσκόπηση



Καταπίνω τον εαυτό μου
ακόμη μια φορά
Φτύνω τις σκέψεις
σαν ενοχλητικά κουκούτσια
Τα  λάθη επαναληπτικές κρούσεις
σφηνώνουν κινδύνους

Υπήρξα μια φορά
ευτυχισμένη

Τώρα καταπίνω
τον εαυτό μου
Φτύνω τις λέξεις
σαν από συνήθεια
Και εξαχνίζομαι
Στο πέρασμα τους

Τι να σου κάνουν...
Κι αυτές
σαν τους ανθρώπους.
Νόμος της λήθης:
Τις απατάς
Σε ξεχνούν

Λέω παράνομα
να ζήσω
μήπως εν τέλει
στις λέξεις
με αποκτήσω
-mips-

Νεκρή φύση


Άνθος λωτού σε γυάλα κλεισμένο.
Ρόδα ξερά  προσπαθούν για ανάσες.
Ράφια γεμάτα αναμνήσεις.

Χτύποι -φυλακισμένοι κι αυτοί-
περιμένουν τρεις πρέζες ζωής,
δυο λόγια, ένα άγγιγμα.

Όλα φαντάζουν τόσο όμορφα στο σκοτάδι.
Εσύ στο σχεδόν και στο ίσως
Εγώ στο πουθενά και στο τίποτα

Οι άλλοι δικοί μας.
Εμείς μόνοι.
Μόνοι… 

Μόνοι  γευόμαστε καρπούς λησμονιάς,
αγκυλωνόμαστε πάθη και χίμαιρες.
Χλευάζουμε τους ζωντανούς!

Μόλις ξημερώσει μη με ψάξεις !
Μη φοβηθείς ! Όχι!
Τίποτα δε θα αλλάξει!

Ένα φωνήεν μείον εγώ.
Μόνη…

Ένα σύμφωνο συν Εσύ.
Μόνος…

 Και πάλι μόνοι.
-mips- 

Το ποτάμι



Είναι ποτάμι ορμητικό που σε συνεπαίρνει με τη δίνη του. Σε ξαφνιάζει με τη δροσιά του. Σε παρασύρει και νιώθεις πρόσκαιρη ευτυχία. Και μετά ανακαλύπτεις ξαφνικά πως το ποτάμι είναι θολό. Σε ρουφάει, σε παρασύρει,  σε καταπίνει και συ βουλιάζεις και χαίρεσαι. Δε θέλεις να σωθείς. Νιώθεις τις λάσπες του να κολλάνε επάνω στο κορμί σου και τις θεωρείς ιάματα. Βρωμίζεις και χαίρεσαι. Στον πάτο ξαπλώνεις και ηρεμείς. Τα πνευμόνια σου γεμίζουν θάνατο και χαίρεσαι. Λυτρώνεσαι από την απάθεια και κερδίζεις τη ζωή. Ελπίζεις να σωθείς. Ελπίζεις να χαθείς. Δεν ξέρεις τι ελπίζεις. Σε τι να ελπίζεις; Το ποτάμι είναι βρώμικο. Σε φτύνει. Σε ξερνάει. Δε μπορεί να ανεχτεί που το πλησίασες, που μπήκες μέσα του. Σε ρήμαξε και συ το νιώθεις σαν κομμάτι του εαυτού σου. Πως γίνεται; Εσύ ήσουν αέρινη. Δεν το ανεχόσουν το νερό. Καιρό στεκόσουν και κοίταζες τα ποτάμια να περνούν από δίπλα σου και δεν ήθελες ούτε το βλέμμα σου να σπαταλήσεις. Και τώρα; Γιατί να θέλεις να ξεδιψάσεις με απόνερα; Σκέψου… δεν είναι λογικό! Μα χωράει λογική, όταν σε άγγιξε η ψυχή του; Πενθείς… πενθείς και χάνεσαι για λίγα λασπωμένα απόνερα. Βουλιάζεις για μια ακόμα φορά και νιώθεις σταγόνα που σε ξέρασε το ορμητικό ποτάμι… και στάζεις… Στάζεις σταγόνες και συ…
Έτσι είναι ο άνθρωπος. Ποτάμι  θολό και βρώμικο… Μη ψάχνεις άλλο μέσα του. Τίποτα δε θα βρεις. Απογοητεύσου ήρεμα πια…  

Διάλογος με τον θάνατο



Σ’ ένα σκοτωμένο «σ’ αγαπώ»
βούλιαξα.
Ένα σκοτωμένο «σ’ αγαπώ» έγινα.
Πάλι.
Θεριό μέσα μου ο θάνατος
Σκίζει τις σάρκες να βρει φευγιό
Κι εγώ ψελλίζω…
«Μη μ’ αφήνεις μόνη…»
Όχι.
Πάλι.
Μόνη.
-mips-

Απεικάσματα ζωής



Είδωλα και ιδέες
Όλα ψεύτικα στη γη
Μόνο οι ιδέες απομένουν
Απεικάσματα ζωής
Μια ιδέα ήσουν και συ
Γι’ αυτό  τόσο πολύτιμος
Στην άδεια μου ζωή
Στην άδεια μου ψυχή

Πόσο ακόμα να αντέξεις ψυχή μου στα συντρίμμια
 του χτες, του σήμερα, του αύριο, του αιώνιου;
Δεν υπάρχει λυτρωμός!
Άνθρωποι που φεύγουν και δεν κοιτάνε πίσω…
στα συντρίμμια!
Άνθρωποι ζωής!
Σχέσεις ζωής!
Έρωτας
Φίλος
Πατέρας
Αδερφός!
Ιδέες!
Απεικάσματα!
Χάνονται…
Χάνεται το άλλο σου μισό!
Χάνεις το άλλο σου μισό!
Χάνεις τον εαυτό σου!
Γίνεται να αντικατασταθεί;
Δεν γίνεται!
Δεν υπάρχει άλλο δεύτερο μισό!
Μισώ!
Μισώ!
Μισώ!
Μόνο τον εαυτό μου μισώ!
Μόνο τον εαυτό μου δεν έχω!
Χωρίς  Εκείνον Τίποτα δεν έχω!
Δε μπορώ!
Δε μπορώ!
Δε μπορώ!
Δίχως έρωτα!
Δίχως φίλο!
Δίχως πατέρα!
Δίχως αδελφό!

Συγνώμη… δε μπορώ!

Απλά θα επιστρέψω στη λίμνη της ζωής μου
Και για μια ακόμα φορά θα ξεχάσω να ζω!
 -mips-

Δεν είμαι εγώ



Μέσα μου στις κραυγές
ψυχορραγώ κάποιες φορές
στον καθρέφτη μου σκιές
βλέποντας μοναχικές
Νήματα σιωπής να κυριαρχούν
όλες μου οι διαστροφές
απόψε θα φανερωθούν
και θα μου πουν…
«Δεν είσαι εσύ!
Ποια είσαι εσύ;
Δεν σε ξέρουμε!
Δεν σε θέλουμε!»
Δεν είμαι εγώ σας απαντώ!
Μα νοιώθω πως μπορώ
Στην σκέψη σου να μπω
Στο νου σου να σταθώ
Λίγο να ξεκουραστώ
Ίσως αισθανθώ καλύτερα…
Ίσως τότε να μπορώ
να κλαίω από χαρά
Και ίσως ξαφνικά
Να σου πω αμήχανα
Δεν είμαι εγώ….
Δεν είμαι ο εαυτός μου
Δεν είμαι δική μου
Είμαι δική σου
Πια….
-mips-

Πνιγμός


Βυθίζεσαι σε τεχνητά νερά. Το κορμί σου δεν υπάρχει. Φόρεμα λευκό, μαύρα μαλλιά, μαβιά νύχια. Μόνο αυτά. Ελευθερώνεσαι…

Γέρνεις το πρόσωπο σου στο πλάι και αυτοβυθίζεσαι .Τα πόδια σου λυγίζουν εμβρύου στάσεις. Κύκλοι βγαλμένοι από το στόμα σου, τελευταίες ανάσες .Τα μαλλιά σου υγρά ανεμίζουν και σχηματίζουν σύννεφα. Αγκαλιάζεις το σώμα σου, τελευταίο δείγμα αυτολύπησης, ενώ λευκά κεριά -τριαντάφυλλα επιπλέουν. Και συ φουσκώνεις μπαλόνια κόκκινα. Τόσο σε νοιάζουν οι τελευταίες σου ανάσες…
Ανεμίζεις  τα βλέφαρα και κοιτάς με βλέμμα άδειο. Χαράζεις με τα νύχια σου πληγές, γαντζώνεσαι από το πουθενά. Στάλες κόκκινες τρέχουν στους τοίχους, ξεβάφουν το γαλάζιο. Το χέρι αιωρείται και συ στροβιλίζεσαι, κοιτώντας τον ουρανό. Γονατίζεις και κλαις και τα χέρια σφαλίζουν το πρόσωπο σου, να μη κοιτάς ούτε μπρος, ούτε πίσω…
Ακουμπάς σε τοίχους κι απελπίζεσαι. Σφίγγεις τα δάχτυλα των ποδιών σου και τα χορτάρια σε γαργαλούν ευχάριστα. Με το κεφάλι ψηλά νιώθεις τα αιώνια δέντρα  να απλώνουν τα χέρια τους  και γονατίζεις… και καταρρέεις, γιατί λευκό κελί είναι η ζωή σου και οι άλλοι κόκκινα κεριά που τρεμοσβήνουν και χάνονται… Και συ σκυμμένη ανάμεσα σε μπαλόνια κόκκινα σαν έμβρυο τυλιγμένη με τα δυο σου χέρια, προσπαθείς να σε κρατήσεις ζωντανή.
Σηκώνεσαι… ανάβεις ένα ακόμη κόκκινο κερί και ηδονίζεσαι από την φλόγα του. Κι αυτή αργοπεθαίνει. Τα νύχια σου μπηγμένα πια σε βράχους, τα πόδια σου βαδίζουν νωχελικά χωμάτινα μονοπάτια. Ξυπόλητη είσαι, όπως γεννήθηκες  και επιστρέφεις στο λευκό κελί σου.  Και βάφεις πάλι τους τοίχους κόκκινους.  Εκσφενδονίζεις ποτάμια. Ματώνεις. Παραπατάς. Σκουπίζεις το κραγιόν σου. Ορθώνεσαι και ουρλιάζεις: «Πεθαίνω…»
Και  ταλαντώνεσαι με φόντο το γαλάζιο. Τελευταία πράξη: Κοιτάζεσαι στον καθρέφτη. Τα χείλη σου βάφεις  και ζωγραφίζεις αυλάκια που τρέχουν στο λαιμό σου. Και πάλι για τελευταία φορά στα δέντρα ψιθυρίζεις πόσο τα αγαπάς . Έπειτα σβήνεις τα κόκκινα κεριά και στροβιλίζεσαι με το λευκό σου φόρεμα. Ουρλιάζεις και ορθώνεσαι! Ξυπνάς απ’ τον υγρό σου θάνατο!
Μα μέσα σου ουρλιάζεις: «Πεθαίνω!»
Μια χαμένη ψυχή είσαι πια… Σταμάτα να ουρλιάζεις!
-mips-

Αντίδοτο



Δηλητήριο ζωή ….
κυλούσε στις φλέβες μου το αίμα
πριν ξημερώσει και φανεί
στις γρίλιες ένα ψέμα
             ****
εφιάλτης σκοτεινός
στου μυαλού τα μονοπάτια
ένας ύφαλος ψηλός
μες τη πυρκαγιά κομμάτια
             ****
θέλω να πέσω να καώ
μα δεν είναι εφικτό
γιατί ξέρω πως πονά
του κενού η μυρωδιά
             ****
Είσαι αντίδοτο  ζωής
σαν βραδιάσει θα φανείς
μα δεν ξέρω αν μπορώ
απ’ τα χείλη να πιαστώ
             ****
Είναι η προδοσία
Μια ακόμα ευκαιρία
Να χαθώ στη σιγαλιά
Και να φύγω μακριά
             ****
Ή  να πιάσω απ’  τα  μαλλιά
Τη ζωή για μια φορά
Να ζυγίσω την χαρά
Αδιέξοδα πολλά……
-mips-

Άνισοι εραστές



Όταν ο Έρωτας αργοπεθαίνει, μη φοβηθείς!
Οι Ερασιτέχνες με πτώματα δεν ασχολούνται.

Φτιάχνουν παράδεισους
και καταπίνουν τα κλειδιά.
Με βλέμμα που γυαλίζει
χαμογελούν σαρδόνια
στο θάνατο που νίκησαν.
Στους Ερασιτέχνες
πρέπουνε γυμνές αλήθειες.
Όχι ταριχευμένες επαφές,
αραχνιασμένες φρεναπάτες,
λαχανιασμένα ψέματα
και σάπιες υποσχέσεις.
Οι ερασιτέχνες δεν πενθούν
Κλείνουν το μάτι πονηρά
και φτιάχνουν παραδείσους
για άξιους συλλέκτες  λήθης
Οι Ερασιτέχνες πίσω δε κοιτούν
Ξεχνούν τους άυλους σακάτες
Και πλέουν ήρεμοι και λάγνοι
σε αχόρταγα πελάγη ευτυχίας

-mips-