Σκάβω της
ψυχής μου τη συσκότιση…
Αίμα,
πάγος και δάκρυα με κατοικούν.
Και
μια κραυγή που ψάχνει στα τυφλά,
με
σκουριασμένα χέρια, να βρει την έξοδο της.
Και
μια ανάσα ασθενική που αργοπεθαίνει,
σαν
εμβατήριο που παίζουνε ρακένδυτοι βιολάρηδες.
Και
ένας βρόχος συρμάτινος, λεπτός,
φτιαγμένος
από βρωμερό ψέμα και αχαριστία.
Κι
ένας πόνος που ξεσκίζει τα σωθικά,
για
όσα δε μπόρεσε η ζωή να μου διδάξει.
Κι
ένα βλέμμα - καρφί που σαπίζει τις σάρκες,
μάρτυρας
της μέγιστης ηλιθιότητας μου.
Το
αδιέξοδο βαθύ, ρουφάει κάθε ψήγμα ελπίδας…
Κι
ο λόγος μου παραλήρημα που κλαίει:
«Ακρωτηριάζω
τις ουλές πάνω στο νεκρό μου σώμα,
με
δημιουργίες που ζητούν φευγιό στης ποίησης τη γέννα.
Στις
χαραυγές ξεχνιέμαι, αναζητώντας φως σε μήτρες έναστρες.
Και
ως το πυρωμένο σούρουπο αναμένω αέρινες σιωπές
να
δώσουν το μετά θάνατον φιλί της ζωής.
Έστω
ένα φιλί μοναδικό, έγχυμα αέναης αγάπης
να
ξεριζώσει τις πληγές που αφήνουν
κατακάθια.
Και
παραδίνομαι! Μαραίνομαι! Μου παίρνω τη μιλιά!
Και
αυτομολώ! Βυθίζομαι! Μου παίρνω τη σιωπή!
Και
παραπαίω σαν σχοινοβάτης που δαμάζει νέα ύψη.
Και
χάνομαι… μες της ψυχής μου τη συσκότιση.
Και
χαρίζομαι σε θάλασσες μαβιές που ευωδιάζουν πίκρα.
Και
ονειροκρίνομαι δυο φορές την εβδομάδα
για
λάθη παρελθοντικά και μέλλοντα.
Και
πάλι ξεγελιέμαι πως θα’ ρθουν μέρες διάφανες.
(Μα
έρχεται κατακάθεται της νοσταλγίας η σκόνη,
γι’
αγάπες που δε ζώθηκαν με μύρα σαρκωμένα.)
Και
με περιγελώ που ακόμα γεύομαι πράσινες αυταπάτες
για
ελευθερία ή θάνατο, ενώ μου έχω τάξει
πως
στης ζωής την άβυσσο δεν έχει διεξόδους.
Μόνο
θηλιές και πλέγματα να με κρατούν αιώνια.
Εμέ,
Προκρούστεια γυνή, θύμα του εαυτού μου.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου