Σκύβοντας πάνω ἀπ᾿ τῆς ψυχῆς μου τὴ συσκότιση
στίχους ἰσχνοὺς θὰ ἐπιδείξω
ἀποκλεισμένους ἀπὸ ἀπρόσμενη κακοκαιρία
ποῦ πλήγωσε θανάσιμα
κάποιο δειλό μου λυκαυγές.
Πολλὰ θὰ λὲν οἱ στίχοι αὐτοί,θὰ δεῖτε, θὰ διαβάσετε.
Ὁ τελευταῖος μόνο στίχος τίποτε δὲν θὰ λέει.
Κοιτώντας θλιβερὰ τοὺς προηγούμενους θὰ κλαίει.
Πολλὰ θὰ λὲν οἱ στίχοι αὐτοί,θὰ δεῖτε, θὰ διαβάσετε.
Ὁ τελευταῖος μόνο στίχος τίποτε δὲν θὰ λέει.
Κοιτώντας θλιβερὰ τοὺς προηγούμενους θὰ κλαίει.
Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010
Νυχτερινό
Έφυγες…
Δε ρώτησες αν μου’ χει μείνει ανάσα
Δεν άντεξες της ψυχής την ορμή
Δεν γεύτηκες του ονείρου το χάδι
Και ‘ γω, εδώ…
Μένω στο στερέωμα της νύχτας
να σ΄ ακολουθώ…
Πηγαίνω τον δρόμο της δίψας
για το χαμένο όνειρο
Πώς ν΄ αντέξω τόση μοναξιά…
Παίρνω το δρόμο του φευγιού..
Μέσα στη νύχτα…
Φώτα ολούθε αναψοκοκκινίζουν
Τρεμοπαίζουν και διαδοχικά σβήνουν
καθώς τα προσπερνώ
Κοιτάζω χωρίς να τα βλέπω,
γιατί τα μάτια της καρδιάς μου
είναι σφαλισμένα,
συγκεντρωμένα μόνο πάνω σου..
Προσπερνώ τα σκοτεινιασμένα σπίτια..
Οσμίζομαι τις νότες τις βροχής,
καθώς χτυπούν ανελέητα τα τζάμια.
Και ξεμακραίνω με ιλιγγιώδη ταχύτητα,
Χωρίς προορισμό..
Και φεύγω…
Φεύγω για να μη γευτώ
του αποχαιρετισμού τα πικραμύγδαλα.
Φεύγω…
Για να μη νιώσω του χειμώνα την φύση.
Φεύγω για να μην υπάρξω χωρίς εσένα.
Δε θα μπορέσω να υπάρξω χωρίς εσένα..
Δυο παιδικά μάτια με κοιτούν δακρυσμένα
Μια ανάσα αθώα καθισμένη
σε ψηλό μαντρότοιχο με κοιτά
και με σφαλίζει για πάντα.
Όχι δε μπορώ
να ξεπεζέψω από της ζωής μου το άρμα
Όχι δε μπορώ
να μηνύσω του τέλους την ύπαρξη
Όχι δε μπορώ
να φιλήσω του Άδη τα χείλη
Δυο παιδικά μάτια αθώα με κοιτούν
και μου στέλνουν πνοές ανάγκης
Δυο μάτια από ψηλό μαντρότοιχο,
δυο χέρια με κρατούνε για πάντα
Και δεν αντέχω να φύγω…
Τρέχω με ιλιγγιώδη ταχύτητα
Προσπερνώ ανυποψίαστους διαβάτες
Χαμογελώ κι ας μην πιστεύω πια στη χαρά
Δακρύζω
Κραυγάζω
Σπαράζω
Κανείς δεν μ΄ακούει..
Γιατί;
Γιατί δε μ΄ ακούτε..
Ε… διαβάτες ,
εσείς που ξεμακραίνετε
και μ΄ αφήνετε μόνη
Γιατί δε μ΄ αγγίζετε;
Γιατί δε με θέλετε;
Γιατί με φθονείτε;
Τρέχω προσπερνώντας πανύψηλα δάση
Μπαξέδες ξέχειλους με αρώματα λήθης
Ουρανούς ξάστερους με πανσέληνους μαύρες
Και θέλω να φτάσω στο αδιέξοδο της μοίρας
Σε γκρεμό βαθύ να πετάξω
Σαν πουλί να πετάξω και να βρω λυτρωμό
απ’ της ψυχής μου τα πάθη.
Μα δε μπορώ..
Δυο μάτια παιδικά με κοιτούν
Μου μιλούν
και μου λένε
«Ζήσε!»
Δημιουργός: MIPS
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Καλησπέρα και καλό μήνα να έχετε!..Πολύ όμορφο,σε αγγίζει στην ψυχή ..!
ΑπάντησηΔιαγραφή