Στη σβούρα
σταυρός με φώσφορο.
Εγώ,
στο κάδρο
φωτογραφία
με κουνημένο κεφάλι
η μάνα μου δε με γνωρίζει.
"Ποια είναι αυτή", λεει,
"η μαϊμού...."
"Εγώ μάνα..."
Δαγκώθηκε.
Θυμήθηκε πως εκείνη με γέννησε,
αλλιώς με ήθελε,
δεν ξέρει πως.
Μ΄έστειλε να ξαναβγάλω φωτογραφία
πριν τυπωθεί, πέθανε.
Θέλω ο γιος μου να ΄χει φωτογένεια.
Κλήρος κι αυτός
να΄σαι γονιός και να΄μαι γιος
δικός σου και δικός μου.
Κρασί χρονώνε
ψημένο σε βαριά δόγα,
περασμένο από δισκοπότηρο
έπινες, μάνα,
μοσχαναθρεμμένη και νταντεμένη ήσουνα.
Και εσύ πατέρα...
σε πότιζε η ανάγκη
στου ενού και τ΄αλλουνού τη δούλεψη
κι ανάκατο
με ξίδι και νερό σου το ΄διναν
κι έγινες σκληρός και βάρβαρος
δυνατός κι ωραίος.
Μπερδευτήκαμε κι οι τρεις μέσα μου,
χημείο,
ξίδι και μέλι
λουλούδι κι αγκάθι.
Γέλιο και δάκρυ.
Εγώ ειμ΄αυτός,
ο γιος σας,
καμαρώστε με και φυλαχτείτε.
..................................................
Θέλω κάπου τα πράγματα
να τα εξουσιάζω,
ωστόσο....
πάντα εξουσιάζομαι
κι εξουσιάζομαι, από πράγματα που
νομίζω πως εξουσιάζω
κι ειν΄η ζωή αλλόκοτη,
μαζί μικρή κι ωραία,
πίσω μπρος, πάλι πίσω, παραπίσω...
τίποτα;!
κι όμως...θα με βόλευε να πίστευα πως
θα ξαναγεννηθώ.
Έχω καιρό θα' λεγα
σιγά σιγά... αύριο...
μα δε θυμάμαι τίποτα
από τον πρώτο δρόμο...
...Τούτος ο δρόμος,
ο πρώτος κι ο στερνός!;
Ν. Καλογερόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου